top of page

Ιστορικό

Θεωρητικό Υπόβαθρο

 

Η κλιματική μεταβολή θέτει μείζονες προκλήσεις για τα δασοπονικά είδη σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Η συνεχιζόμενη υπερθέρμανση του πλανήτη θα οδηγήσει σε θεμελιώδεις οικολογικές αλλαγές εντός των οικοτόπων των δασικών ειδών και θα φέρει αντιμέτωπα τα ευρωπαϊκά δασικά είδη με γεγονότα ολοένα αυξανόμενης ξηρασίας.

 

Ωστόσο, τα δασικά είδη δεν αποτελούν ομοειδείς βιολογικές μονάδες, αλλά εξελίχθηκαν μέσω της φυσικής επιλογής σε διακριτούς ενδοειδικούς γενετικούς οικοτύπους προσαρμοσμένους στα τοπικά περιβάλλοντα. Οι απόγονοι που προέρχονται από πληθυσμούς διαφορετικών οικολογικών συνθηκών, ενδέχεται να διαφέρουν σε μορφολογικά ή φαινολογικά γνωρίσματα, με αποτέλεσμα να ποικίλλουν στην ικανότητά τους να αντιδρούν σε περιβαλλοντικές μεταβολές. Κατά συνέπεια, οι προελεύσεις των σπερμάτων εμφανίζουν επίπεδα προσαρμογής εντός του οικολογικού εύρους των ειδών (δηλ. των περιβαλλοντικών συνθηκών εντός των οποίων μπορεί να επιβιώσει ένας οργανισμός) και η επιλογή συγκεκριμένων προελεύσεων σπερμάτων για αναδασώσεις, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αειφορικής διαχείρισης των δασών και θεμελιώδης προϋπόθεση για τον μετριασμό της δυσπροσαρμογής που προκαλεί η κλιματική αλλαγή.

 

Επομένως, για την εφαρμογή αειφορικών στρατηγικών αναδάσωσης θα πρέπει να εξετάζονται οι κατάλληλες προελεύσεις, οι οποίες οφείλουν να είναι συμβατές με τις περιβαλλοντικές συνθήκες των περιοχών φύτευσης και να εμπεριέχουν κατάλληλες γενετικές πληροφορίες για την προσαρμογή στο μελλοντικό κλίμα. Δεδομένου ότι η κλιματική αλλαγή αναμένεται να οδηγήσει σε σημαντικές περιβαλλοντικές μεταβολές σε σύντομο χρονικό διάστημα συγκριτικά με τον κύκλο ανάπτυξης των δασοπονικών ειδών, οι φυσικές διαδικασίες προσαρμογής των φυσικών πληθυσμών ενδέχεται να μην είναι αρκετά ταχείες για να αντισταθμίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη λειτουργία των δασικών οικοσυστημάτων.

Κύκλος αποφάσεων αναδάσωσης

Ο σχεδιασμός για την αειφορική διαχείριση των δασών θα πρέπει να περιλαμβάνει την επιλογή προελεύσεων των σπερμάτων που θα χρησιμοποιηθούν για αναδάσωση, οι οποίες θα είναι κατάλληλες για τις μελλοντικές συνθήκες του τόπου. Το παρακάτω σχήμα απεικονίζει μια απλοποιημένη διαδικασία αποφάσεων για την αναδάσωση μιας δασικής επιφάνειας.

Adapted_scheme_edited.png

Παρά τις αυξημένες ανάγκες ανταπόκρισης από τη πλευρά των εμπλεκόμενων Φορέων στη διαχείριση των δασών έναντι της κλιματικής αλλαγής, οι κατευθυντήριες οδηγίες για τη διακίνηση δασικού πολλαπλασιαστικού υλικού (ΔΠΥ) εξακολουθούν να επικεντρώνονται κυρίως σε τοπικές και στατικές προελεύσεις σπερμάτων. Συνιστούν ως επί το πλείστον αυτόχθονους και γεωγραφικά εγγύς πληθυσμούς, επειδή αναμένεται ότι συγκεκριμένοι πληθυσμοί αποτελούν προσαρμοσμένο υλικό στο τρέχον τοπικό κλίμα. Ωστόσο, αυτοί οι πληθυσμοί επιλέγονται με φαινοτυπικά κριτήρια και συχνά αναπτύσσονται στα πιο παραγωγικά εδάφη. Όμως, πόσο νόημα έχει η χρήση δασικού πολλαπλασιαστικού υλικού από τέτοιους πληθυσμούς, προσαρμοσμένους σε ευνοϊκές περιβαλλοντικές συνθήκες της σημερινής εποχής, προκειμένου να δημιουργηθούν δάση ικανά να αντιμετωπίσουν την αναμενόμενη κλιματική αλλαγή στο μέλλον;

 

Ποιες είναι οι εναλλακτικές λύσεις;

IMG_20210608_103514_edited_edited.png

Δασικό πολλαπλασιαστικό υλικό (ΔΠΥ)

Ως ΔΠΥ θεωρείται οποιοδήποτε τμήμα ενός δέντρου που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τεχνητή αναγέννηση, όπως σπορά και φύτευση. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο όρος αναφέρεται σε σπέρματα και φυτάρια. Το εμπόριο και η χρήση  ΔΠΥ ρυθμίζεται από την ευρωπαϊκή και τη διεθνή νομοθεσία, και περιλαμβάνει κριτήρια ποιότητας και συλλογής δεδομένων.

 

Για περισσότερες πληροφορίες, ανατρέξτε στο ενημερωτικό φυλλάδιο EUFORGEN .

Seedling-box_edited.jpg

Ο μετριασμός της οφειλόμενης στο κλίμα γενετικής δυσπροσαρμογής, μέσω της αύξησης της συχνότητας προ-προσαρμοσμένων γονιδίων (που μπορεί να υλοποιηθεί μέσω της μεταφοράς προ-προσαρμοσμένου ΔΠΥ), αποτελεί ένα πολλά υποσχόμενο εργαλείο για την αύξηση της σταθερότητας των δασικών οικοσυστημάτων. Βασίζεται κυρίως σε βιοκλιματικά μοντέλα τα οποία υποδεικνύουν προελεύσεις πληθυσμών που σχετίζονται με ένα θερμότερο και ξηρότερο κλίμα. Αυτές οι προελεύσεις πληθυσμών μπορούν στη συνέχεια να χρησιμεύσουν για αναδάσωση περιοχών εντός του εύρους των ειδών, οι οποίες θα έχουν παρόμοια (με τις περιοχές προέλευσης) κλιματικά χαρακτηριστικά στο μέλλον.

 

Έχουν αναπτυχθεί αρκετές στρατηγικές διακίνησης ΔΠΥ, όπως (i) η μεταφορά του ΔΠΥ σε περιορισμένη διατοπική κλίμακα, (ii) μια συνδυασμένη προσέγγιση ("mix and match"), όπου κατάλληλα σπέρματα από διάφορους πληθυσμούς αναμιγνύονται και μεταφέρονται, ή (iii) τη χρήση ΔΠΥ με πολύ υψηλή γενετική ποικιλότητα, υιοθετώντας την αντίληψη ότι αντιπροσωπεύει πληθυσμούς με πολύ υψηλό προσαρμοστικό δυναμικό. Όλες αυτές οι προσεγγίσεις έχουν ένα κοινό προαπαιτούμενο: Απαιτούν λεπτομερή γνώση της γενετικής ποικιλότητας, των προσαρμοστικών μηχανισμών, των γνωρισμάτων που σχετίζονται με την αρμοστικότητα και των χαρακτηριστικών των ενδιαιτημάτων.

 

Στο ACORN, προτείνουμε τη χρήση γενετικών και γονιδιωματικών εργαλείων σε συνδυασμό με πειράματα πεδίου κοινού περιβάλλοντος, προκειμένου να εντοπιστούν πληθυσμοί προσαρμοσμένοι στην ξηρασία τόσο σε τοπική όσο και σε διατοπική (ηπειρωτική) κλίμακα. Αυτή η γνώση θα χρησιμεύσει ως βάση για την επιλογή τέτοιων πληθυσμών ως μελλοντικών προελεύσεων σπερμάτων με σκοπό την άμβλυνση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.

 

Συγκεκριμένα, το ACORN θέτει τα ακόλουθα ερευνητικά ερωτήματα:

 

  • Υπάρχουν γονίδια και γονιδιωματικές περιοχές που υπόκεινται σε φυσική επιλογή για ανθεκτικότητα στην ξηρασία σε τοπική και διατοπική κλίμακα;

 

  • Υπάρχουν κοινά μοτίβα γονιδιωματικής προσαρμογής στην ξηρασία εντός και μεταξύ περιοχών με διαφορετικό κλίμα;

 

  • Μπορούμε να βρούμε γονιδιωματικούς μηχανισμούς πίσω από τα γνωρίσματα που εμπλέκονται στην αντιμετώπιση της ξηρασίας σε τοπική και διατοπική κλίμακα;

 

  • Είναι εφικτή η βελτίωση της προσαρμοστικής ικανότητας των μελλοντικών δασών μέσω της μεταφοράς ΔΠΥ σε τοπική ή/και διατοπική κλίμακα;

 

  • Ποια στρατηγική διακίνησης ΔΠΥ είναι η βέλτιστη προκειμένου να αυξηθούν τα οφέλη όσον αφορά την προσαρμοστική ικανότητα και να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος της δυσπροσαρμογής;

Πώς σχεδιάζουμε να υλοποιήσουμε αυτούς τους στόχους;

P1070129_edited_edited.jpg
bottom of page